- πρεσβυωπικός
- η , ό[ν] мед.1) дальнозоркий; 2) относящийся к дальнозоркости
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρεσβυωπικός — ή, ό, Ν [πρεσβυωπία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρεσβυωπία («πρεσβυωπικά γυαλιά») … Dictionary of Greek
πρεσβυωπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρεσβύωπα ή την πρεσβυωπία: Πρεσβυωπικά γυαλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)